ξινάρι

ξινάρι
το
είδος μικρής σκαπάνης που χρησιμοποιείται κυρίως στην κηπουρική, μικρή αξίνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀξιν-άριον, υποκορ. τού ἀξίνη / ἀξίνα, με σίγηση τού αρκτ. άτονου α-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξινάρι — ξινάρι, το και αξινάρι, το 1. μικρή αξίνη, είδος μικρής σκαπάνης. 2. (στην ποντιακή), τσεκούρι, πελέκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αξίνα — Γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για σκάψιμο ή και για το σχίσιμο ξύλων. Αποτελείται από δύο στόματα, ένα πλατύ και ένα μυτερό. Λέγεται και αξινάρι ή ξινάρι, και το στυλιάρι της, αξινοκράτημα. Η α. είναι γνωστή από την αρχαία εποχή. Ήταν… …   Dictionary of Greek

  • αξινάρι — κ. ξινάρι, το (Α ἀξινάριον) μικρή αξίνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”